6118 15.35.1 : Σαρδώνιος γέλως: ἐπὶ τῶν ἐπ´ ὀλέθρῳ τῷ σφῶν 6119 15.35.2 : αὐτῶν γελώντων. Καδήμων μὲν διαδοθῆναι, ὅτι οἱ Σαρ– 6120 15.35.3 : δῶνα κατοικοῦντες αἰχμαλώτων τοὺς καλλίστους καὶ πρεσ– 6121 15.35.4 : βυτέρους ὑπὲρ ἑβδομήκοντα ἔτη τῷ Κρόνῳ ἔθυον γελῶν– 6122 15.35.5 : τας ἕνεκα τοῦ τὸ ἔπανδρον ἐμφῆναι, τουτέστιν ἀνδρεῖον. 6123 15.35.6 : ἢ ὅτι σαρδώνιον βοτάνη ἐστὶ δηλητήριος, ἥτις ἅπαν τὸ 6124 15.35.7 : σῶμα τοῦ φαγόντος αὐτὴν σπασμῷ ὑποβάλλει, ὡς καὶ 6125 15.35.8 : τῶν χειλέων συσταλέντων γυμνοῦσθαι τοὺς ὀδόντας καὶ 6126 15.35.9 : γέλωτος φαντασίαν παρέχειν τοῖς ὁρῶσιν· ὅθεν ἔνιοι ἐφ´ 6127 15.35.10 : ὕβρει ὀνομάζουσι τὸν Σαρδώνιον γέλωτα. ἔστι δὲ καὶ λίθος 6128 15.35.11 : οὕτω καλούμενος.